- φραχτό
- το огороженный участок (сад, ферма, поместье и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φραχτός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να περιφραχτεί, να κλειστεί ολόγυρα με φράχτη. 2. ο περιφραγμένος, ο κλεισμένος ολόγυρα με φράχτη. 3. το ουδ. εν. ως ουσ., φραχτό το περιφραγμένο κτήμα ή μέρος κτήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)